Άνοιξε την πόρτα. Αδιάφορα και με φόρα όπως κάθε πρωι. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Μάτια μεγάλα, μαύρα και στρογγυλά... Η ψυχή ξαφνιάστηκε και η καρδιά χτύπησε δυνατά. Τα βλέμματα έψαχναν την παρουσία για πολυ καιρό. Έπειτα τη φωνή, το άρωμα, το νεύμα... Μέχρι που ήρθε ο έρωτας... και η καρδιά χτυπούσε τρελή απο ευτυχία, τα μάτια πέταγαν σπίθες απο προσμονή, τα αυτιά περίμεναν να ακούσουν λόγια τρυφερά και τα κορμιά πάλευαν να μην προδώσουν την οικειότητα. «Οποίος σε πληγώσει θα τον σκοτώσω»... «οτι και να γίνει δε με νοιάζει». Το στόμα μιλάει και η καρδιά παραδίδεται χωρίς σκέψη. Γιατι απλά θέλει... Και μια μερα... τα μάτια μικραίνουν και χάνονται, η ψυχή γινεται κρύα και απόμακρη, και η καρδιά σπάει κομμάτια σαν καλή πορσελάνη που πέφτει με δύναμη απο τα χέρια. Τα βλέμματα αποφεύγουν να συναντιούνται. Δεν εχουν τι να πουν... ντρέπονται... έχουν πάρα πολλά να πουν... Μα τιποτα από αυτά δεν έχει ουσία. Δυο κορμιά που γίνανε κάποτε ένα τώρα ειναι χώρια. Δυο ψυχές που κάποτε μίλ