Πώς να μην ερωτευτείς τη νύχτα; Πώς να μην εμπιστευτείς τη σιωπή της; Χώνομαι στην αγκαλιά της. Της μιλάω δίχως λόγια. Της εξομολογούμαι τα πάντα. Όσο πιο σκοτεινή τόσα περισσότερα της λέω. Κρύβω λόγια μόνο αν φανεί κάποιο μακρινό φως. Μ’ αφήνει να ταξιδεύω μέσα της. Πάνω στο ψηλότερο κατάστρωμα ενός πλοίου. Μέσα σ’ ένα λαγούμι που κρύβομαι. Κάτω από πεύκα. Στη νύχτα μπορώ να κλάψω. Είναι η μόνη που αφήνω να με δει έτσι. Κι εγώ κρύβω την καύτρα του τσιγάρου μέσα στην παλάμη για να μην την ενοχλήσω. Η νύχτα με ανέχεται. Να της λέω ασυνάρτητα πράγματα. Ξέρω ότι με καταλαβαίνει. Αλλιώς, δε θα μου χάιδευε τα μαλλιά. Η νύχτα δε με ρωτά «γιατί ήπιες πάλι;». Το αντίθετο, μάλιστα, με κρύβει όταν παραπατάω. Δε με ρώτησε ποτέ «γιατί δεν κοιμάσαι;». Ξέρει ότι δεν αντέχω τα όνειρα. Η νύχτα μου λέει «μη φοβάσαι, εδώ είμαι εγώ». Κι αν με ζητήσεις μέρα, κλείσε τα μάτια και θα έρθω. Κι εγώ τα κλείνω. Σαν κρυφό ραντεβού. Σαν να απατάμε το φως. Τις σκιές. Η νύχτα δεν έχει σκιές....