Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Νοέμβριος, 2012

Άλλο ένα ποίημα του Pablo Neruda

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.  Να γράψω, ας πούμε: «έχει μι' αστροφεγγιά απόψε και τα μενεξεδιά αστεράκια λαμπυρίζουνε στα χάη ». Της νύχτας ο άνεμος διαβαίνει στους ουρανούς και τραγουδάει. Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια. Την αγαπούσα εγώ, και κάπου κάπου μ' αγάπαγε κι εκείνη. Χιλιάδες βράδια, όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Αμέτρητα φιλιά της έδινα κάτω απ' τον άσωτο ουρανό. Μ' αγάπαγε κι εκείνη, και κάπου κάπου την αγάπαγα κι εγώ.  Πώς να μην τ' αγαπήσεις τα μεγάλα, τα ήμερα μάτια της. Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια. Θα σκέφτομαι πως δεν την έχω εγώ. Θα νιώθω ότι την έχω χάσει. Θ' ακούω την απέραντη νύχτα, την πέντε φορές απέραντη χωρίς εκείνην. Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μου όπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι. Τι έχει να κάνει που η δικιά μου αγάπη εκείνηνε δεν την αγγίζει;. . . Έχει μι' αστροφεγγιά απόψε, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου. Αυτά λοιπόν. Πέρα, μακρ

Το όνειρο (Pablo Neruda)

Περπάταγα στην αμμουδιά κι αποφάσισα να σ' αφήσω. Πατούσα μια μαύρη λάσπη που τρεμούλιαζε, κι όπως βούλιαζα και ξανάβγαινα πήρα την απόφαση να φύγεις από μέσα μου, με βάραινες σαν πέτρα κοφτερή, και σχεδίασα το χαμό σου βήμα βήμα: θα έκοβα τις ρίζες σου, θα σ' αμόλαγα στον άνεμο μόνη. Αχ εκείνο το λεπτό, καρδιά μου, ένα όνειρο με τα τρομερά φτερά του σε σκέπαζε. Ένιωθες να σε καταπίνει η λάσπη, και με φώναζες κι εγώ δεν ερχόμουν, και χανόσουν, ακίνητη, ανυπεράσπιστη μέχρι που πνίγηκες μέσα στο στόμα της άμμου. Έπειτα η απόφασή μου συνάντησε το όνειρό σου, κι από το χωρισμό που μας έσκιζε την ψυχή, αναδυθήκαμε καθαροί ξανά, γυμνοί, αγαπώντας ο ένας τον άλλον δίχως όνειρο, δίχως άμμο, ακέραιοι και ακτινοβολώντας, σημαδεμένοι από τη φωτιά.

Τοξικοί Άνθρωποι

Ναι, ναι. Καλά διαβάσατε. Τοξικοί. Δε φταίνε τα αμάζευτα σκουπίδια στους δρόμους και τα στενά της Αθήνας που έχει γεμίσει μπόχα και τοξικότητα το δέρμα και το μυαλό τους. Φταίνε αυτοί οι ίδιοι. Οι άνθρωποι σήμερα, έχουν γίνει κακοί και απαισιόδοξοι. Όλη μέρα μουρμουράνε, βρίζουν, κλαίγονται, δε εμπιστεύονται κανέναν και παλεύουν με αόρατους εχθρούς. Δίνουν τεράστια μάχη μαζί με αυτόν τον «εχθρό»… μέχρι τελικής πτώσης. Φυσικά, ο «ανύπαρκτος» νικάει!  Κάθονται όλη μέρα, έχουν δεν έχουν δουλειά, και φτιάχνουν ιστορίες. Δε λέω, είναι στη φύση του ανθρώπου η κατασκευή μύθων, αλλά αυτό το τωρινό ξεπερνά κάθε γονιδιακά αποδεκτή κατάσταση! Η οικονομική κρίση είναι ένας λόγος για να φέρονται έτσι, αλλά κάποια στιγμή παύει να είναι δικαιολογία. Όταν όλα πάνε στραβά ή πήγαινε μαζί τους ή τράβατα να ισιώσουν… μην κάθεσαι περιμένοντας να αλλάξουν αυτά από μόνα τους.  Μερικοί δεν έχουν δύναμη να τραβήξουν. Μπορούν και ελπίζουν όμως… Και όποιος ΕΛΠΙΖΕΙ δεν μπορεί να είναι και τοξικός!

Γράμμα στους ανθρώπους.

"Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.  Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν . Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πολύ, γιατί κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμούνταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα! Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος . Θα ζωγράφιζα μ' ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα μ

Αναπολώντας μια Αγάπη

Όλα ξεκίνησαν απρόσμενα… και τελείωσαν έτσι! Όμως τίποτα δεν κρατά για πάντα. Στην πράξη τουλάχιστον. Η ανάμνηση μένει. Αυτή σε βασανίζει για πάντα και στα δύσκολα σου δίνει μια μικρή δόση χαμόγελου.  «Θα με αγαπάς για πάντα;», ρώτησε το μικρό κορίτσι το αγόρι. Εκείνο κοιτώντας τη στα μάτια χωρίς να το σκεφτεί της έπιασε το χέρι, «για πάντα», της απάντησε, και οι καρδιές τους φυλάκισαν η μια την άλλη.  Αλλά το για πάντα είναι αόριστο. Η καρδιά τους ποτέ δε δόθηκε αλλού, αλλά εκείνοι είναι χώρια. Πλέον, όποτε βρέχει εκείνη σφίγγει την παλάμη της, όπως της κράταγε εκείνος το χέρι και τη ζέσταινε. Μετά τραβάει τα σκεπάσματα πάνω από το κεφάλι της για να νοιώσει ασφαλής. Εκείνος, όταν βρέχει διαβάζει για να μη σκέφτεται. Ο καλός καιρός είναι ο εχθρός του. Tότε βρίσκονταν οι δυο τους και έδινα υποσχέσεις αγάπης. Κανείς ποτέ δεν άφησε κανέναν να τους πειράξει ή να τους βρωμίσει αυτή την ανάμνηση.