«Μου κόψανε την σύνταξη ,έχω χαράτσια και εφορία να πληρώσω πάνω από πέντε ευρώ δεν μπορώ να δώσω για να φάω. Μόνο πατάτες τρώω», μας λέει η κυρία Μαρία δείχνοντας το άδειο καλάθι της.
Από την Κηφισιά μέχρι το Παγκράτι και το Κολωνάκι οι εικόνες είναι ίδιες. Άδεια καλάθια, τα προϊόντα μετρημένα: τρία μήλα, δυο μαρούλια, πέντε ντομάτες. Η μισή λαϊκή είναι γεμάτη με τρόφιμα, η άλλη μισή με ρούχα. Όμως ο κόσμος προτιμά να φάει παρά να ντυθεί. Πριν μερικά χρόνια οι νοικοκυρές γέμιζαν τα καλάθια τους και τώρα το έχουν ρίξει στο… μέτρημα.
Οι πωλητές στους πάγκους τους έχουν χάσει την όρεξή τους. Δε φταίνε τα χρόνια που βρίσκονται πίσω από τους πάγκους, πολλοί έχουν περάσει τα 40 χρόνια δουλειάς. Φταίει το κλίμα. Οι φωνές τους και το «πάρε πάρε»… πνίγονται!
Η εικόνα στις λαϊκές της Αττικής, όσο μακριά και αν είναι η μία με την άλλη,αποτυπώνει περίτρανα τη ζωή των Ελλήνων σήμερα.
«Όχι είναι πολλά, βγάλε κάτι»
«Τι να επιλέξουμε; Φάτε μάτια ψάρια. Δεν υπάρχει μία. Αγοράζουμε τα απαραίτητα και αυτά λίγα», μας λέει ο κ. Αντώνης.
Η λαϊκή αγορά της Αργυρούπολης έχει τον περισσότερο κόσμο. Το Σάββατο είναι μια καλή μέρα για ψώνια, αλλά τα καλάθια είναι άδεια και ο κόσμος ψωνίζει με το σταγονόμετρο.
«Να το αφήσω;», ρωτά ο έμπορος. «Είναι πολλά, βγάλε κάτι».
«Πρέπει να συνεργαστούμε για να ζήσουμε»
Δύο λέξεις μπορούν να χαρακτηρίσουν τη λαϊκή του Παγκρατίου: «Ανθρώπινο πρόσωπο».
«Έχω τρία παιδιά και πρέπει κάπως να ζήσω. Να βγάζω μόνο τα απαραίτητα», μας λέει ο κ Δημήτρης πίσω από τον πάγκο του, και συνεχίζει : «Ο κόσμος δεν ξοδεύει και εμείς ρίχνουμε τις τιμές. Πρέπει όλοι να συνεργαστούμε για ζήσουμε». Οι έμποροι δεν αρνούνται να δώσουν «βερεσέ» σε πελάτες που γνωρίζουν. «Την επόμενη φορά», απαντάνε και χαμογελούν.
Η λαϊκή του «κοστουμιού»
Ο κόσμος μοσχοβολάει και είναι ντυμένος στην… τρίχα. Λογικό για το Κολωνάκι. Όμως, η λαϊκή. είναι άδεια. Κανένας πωλητής δε φωνάζει και τα μόνα γεμάτα καλάθια είναι αυτά των Φιλιππινέζων, υπάλληλοι κάποιου Κολωνακιώτη, που έχουν μέσα μέχρι και λουλούδια.
Οι Κολωνακιώτες δε συνήθιζαν να πηγαίνουν στη λαϊκή, πάντα ψώνιζαν από το μανάβη τους. Κανένας δεν μας μίλησε, μας απέφευγαν. Μόνο οι πωλητές μας φώναζαν.
«Είναι λογικό να υπάρχει λίγος κόσμος. Ακόμα και εδώ στο Κολωνάκι έχουν δυσκολέψει τα πράγματα», μας λέει ο κ. Παναγιώτης, ο οποίος κλείνει φέτος 49 χρόνια στις λαϊκές.
«Την αγάπη σου δωσ’ μου»
Όλα ένα ευρώ στην Κάτω Κηφισιά. Τρία μαρούλια ένα ευρώ, έξι κιλά πατάτες πέντε ευρώ. Η λαϊκή της Κηφισιάς έχει την καλύτερη ατμόσφαιρα. Οι πωλητές διαλαλούν τη πραμάτεια τους και ο κόσμος κουβεντιάζει μαζί τους. Αλλά και εδώ τα καλάθια είναι άδεια ή σχεδόν γεμάτα με τα βασικά. «Χαμηλώνουμε τις τιμές, αλλά δεν πάει πιο κάτω. Όμως ο κόσμος δεν ψωνίζει, δεν έχει χρήματα», μας λέει μέσα από τον πάγκο του ο μοναδικός πωλητής με αγγουράκια σε όλη τη λαϊκή.
Περνώντας πίσω από μια γιαγιά ακούμε την εξής συζήτηση:
«Δεν έχω λεφτά να σου δώσω, θα μου βάλεις λίγο γαύρο;» Ο ψαράς γεμίζει το χωνί σχεδόν μέχρι πάνω.
«Είναι πολλά, δεν θα έχω την άλλη φορά να σε πληρώσω»
«Την αγάπη σου δωσ’ μου», της απαντά και της δίνει τα ψάρια.
Αυτή είναι η εικόνα των λαϊκών αγορών σε μία Ελλάδα «χτυπημένη» από την οικονομική κρίση. Συνταξιούχοι μετρούν ένα ένα τα ευρώ της λιγοστής σύνταξης, μητέρες αγοράζουν μετρημένα φρούτα για τα παιδιά τους. Μπορεί οι λαϊκές να μην είναι γεμάτες, έχουν όμως καρδιά! Την καρδιά του Έλληνα που κατανοεί και βοηθά τον πλησίον του. Σε αντίθεση με την μάχη των αγορών, η λαϊκή διατηρεί, ευτυχώς, το ανθρώπινο της πρόσωπο.
Ρεπορτάζ : Χρήστος Φυσικόπουλος, , Νέλλη Ταμπουρά, Θάλεια Δήμου, Νίκος Κοσμάς, , Κωνσταντίνος Αθανασίου, Άννα-Μαρία Μπιλίδα.
Από την Κηφισιά μέχρι το Παγκράτι και το Κολωνάκι οι εικόνες είναι ίδιες. Άδεια καλάθια, τα προϊόντα μετρημένα: τρία μήλα, δυο μαρούλια, πέντε ντομάτες. Η μισή λαϊκή είναι γεμάτη με τρόφιμα, η άλλη μισή με ρούχα. Όμως ο κόσμος προτιμά να φάει παρά να ντυθεί. Πριν μερικά χρόνια οι νοικοκυρές γέμιζαν τα καλάθια τους και τώρα το έχουν ρίξει στο… μέτρημα.
Οι πωλητές στους πάγκους τους έχουν χάσει την όρεξή τους. Δε φταίνε τα χρόνια που βρίσκονται πίσω από τους πάγκους, πολλοί έχουν περάσει τα 40 χρόνια δουλειάς. Φταίει το κλίμα. Οι φωνές τους και το «πάρε πάρε»… πνίγονται!
Η εικόνα στις λαϊκές της Αττικής, όσο μακριά και αν είναι η μία με την άλλη,αποτυπώνει περίτρανα τη ζωή των Ελλήνων σήμερα.
«Όχι είναι πολλά, βγάλε κάτι»
«Τι να επιλέξουμε; Φάτε μάτια ψάρια. Δεν υπάρχει μία. Αγοράζουμε τα απαραίτητα και αυτά λίγα», μας λέει ο κ. Αντώνης.
Η λαϊκή αγορά της Αργυρούπολης έχει τον περισσότερο κόσμο. Το Σάββατο είναι μια καλή μέρα για ψώνια, αλλά τα καλάθια είναι άδεια και ο κόσμος ψωνίζει με το σταγονόμετρο.
«Να το αφήσω;», ρωτά ο έμπορος. «Είναι πολλά, βγάλε κάτι».
«Πρέπει να συνεργαστούμε για να ζήσουμε»
Δύο λέξεις μπορούν να χαρακτηρίσουν τη λαϊκή του Παγκρατίου: «Ανθρώπινο πρόσωπο».
«Έχω τρία παιδιά και πρέπει κάπως να ζήσω. Να βγάζω μόνο τα απαραίτητα», μας λέει ο κ Δημήτρης πίσω από τον πάγκο του, και συνεχίζει : «Ο κόσμος δεν ξοδεύει και εμείς ρίχνουμε τις τιμές. Πρέπει όλοι να συνεργαστούμε για ζήσουμε». Οι έμποροι δεν αρνούνται να δώσουν «βερεσέ» σε πελάτες που γνωρίζουν. «Την επόμενη φορά», απαντάνε και χαμογελούν.
Η λαϊκή του «κοστουμιού»
Ο κόσμος μοσχοβολάει και είναι ντυμένος στην… τρίχα. Λογικό για το Κολωνάκι. Όμως, η λαϊκή. είναι άδεια. Κανένας πωλητής δε φωνάζει και τα μόνα γεμάτα καλάθια είναι αυτά των Φιλιππινέζων, υπάλληλοι κάποιου Κολωνακιώτη, που έχουν μέσα μέχρι και λουλούδια.
Οι Κολωνακιώτες δε συνήθιζαν να πηγαίνουν στη λαϊκή, πάντα ψώνιζαν από το μανάβη τους. Κανένας δεν μας μίλησε, μας απέφευγαν. Μόνο οι πωλητές μας φώναζαν.
«Είναι λογικό να υπάρχει λίγος κόσμος. Ακόμα και εδώ στο Κολωνάκι έχουν δυσκολέψει τα πράγματα», μας λέει ο κ. Παναγιώτης, ο οποίος κλείνει φέτος 49 χρόνια στις λαϊκές.
«Την αγάπη σου δωσ’ μου»
Όλα ένα ευρώ στην Κάτω Κηφισιά. Τρία μαρούλια ένα ευρώ, έξι κιλά πατάτες πέντε ευρώ. Η λαϊκή της Κηφισιάς έχει την καλύτερη ατμόσφαιρα. Οι πωλητές διαλαλούν τη πραμάτεια τους και ο κόσμος κουβεντιάζει μαζί τους. Αλλά και εδώ τα καλάθια είναι άδεια ή σχεδόν γεμάτα με τα βασικά. «Χαμηλώνουμε τις τιμές, αλλά δεν πάει πιο κάτω. Όμως ο κόσμος δεν ψωνίζει, δεν έχει χρήματα», μας λέει μέσα από τον πάγκο του ο μοναδικός πωλητής με αγγουράκια σε όλη τη λαϊκή.
Περνώντας πίσω από μια γιαγιά ακούμε την εξής συζήτηση:
«Δεν έχω λεφτά να σου δώσω, θα μου βάλεις λίγο γαύρο;» Ο ψαράς γεμίζει το χωνί σχεδόν μέχρι πάνω.
«Είναι πολλά, δεν θα έχω την άλλη φορά να σε πληρώσω»
«Την αγάπη σου δωσ’ μου», της απαντά και της δίνει τα ψάρια.
Αυτή είναι η εικόνα των λαϊκών αγορών σε μία Ελλάδα «χτυπημένη» από την οικονομική κρίση. Συνταξιούχοι μετρούν ένα ένα τα ευρώ της λιγοστής σύνταξης, μητέρες αγοράζουν μετρημένα φρούτα για τα παιδιά τους. Μπορεί οι λαϊκές να μην είναι γεμάτες, έχουν όμως καρδιά! Την καρδιά του Έλληνα που κατανοεί και βοηθά τον πλησίον του. Σε αντίθεση με την μάχη των αγορών, η λαϊκή διατηρεί, ευτυχώς, το ανθρώπινο της πρόσωπο.
Ρεπορτάζ : Χρήστος Φυσικόπουλος, , Νέλλη Ταμπουρά, Θάλεια Δήμου, Νίκος Κοσμάς, , Κωνσταντίνος Αθανασίου, Άννα-Μαρία Μπιλίδα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου