Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η Νεράιδα και ο Άγγελος



Μια φορά και έναν καιρό μια μικρή νεράιδα αποφάσισε να αλλάξει την οπτική της για τον κόσμο. Ο σκοπός της ζωής της ήταν πια να ανακαλύψει τι σημαίνει πραγματικά να ζεις.

Ξεκίνησε λοιπόν ένα ταξίδι μακρινό και πολλά υποσχόμενο, προχωρώντας σε δρόμους επικίνδυνους. Μα δεν την ένοιαζε ήταν αποφασισμένη να τα καταφέρει. Πέρασε από βουνά και μίλησε με δέντρα, σταμάτησε σε πεδιάδες και συνομίλησε με ρυάκια, λουλούδια, μέλισσες , διέσχισε θάλασσες και ρώτησε τα ψάρια όμως κανείς δεν της έδινε μια απάντηση που να την κάλυπτε.

Στα αλήθεια δεν ξέρω αν ήταν το θέμα ότι οι απαντήσεις δεν την κάλυπταν ή ότι απογοητευόταν σιγά – σιγά γιατί δεν έβρισκε αυτό που ζητούσε. Όπως και να έχει κάθε φορά που έσκυβε το κεφάλι σε μια απάντηση, έλεγε ξανά μέσα της την ερώτηση, σήκωνε το κεφάλι και προχώραγε γιατί δεν θα την σταμάταγε τίποτα από το να μάθει στα αλήθεια τι σημαίνει να ζεις.

Η Νεράιδα με τον καιρό μεγάλωνε. Άλλαζε εξωτερικά και εσωτερικά μα πάντα ένα πράγμα ήταν ίδιο: η ανάγκη της να μάθει το νόημα της ζωής. Αυτό το ταξίδι το έκανε μόνη της. Ήθελε αυτή την μάχη να την δώσει και να την κερδίσει μόνη. Φυσικά υπήτξαν στιγμές που ήθελε κάποιος να καταλάβει αυτό που ένιωθε και να σταθεί δίπλα της σε αυτό το δρόμο που διάλεξε να πάρει. Πόσες φορές όμως αποκτάς εύκολα αυτό που θες; Συγκεντρώθηκε λοιπόν στον σκοπό της.

Μια μέρα ο φύλακας άγγελος της που την κοιτούσε όλη την ώρα από εκεί ψηλά και παρατηρούσε κάθε της κίνηση, άκουσε πόσο θλιμμένα τραγουδούσε και κατέβηκε στην Γη, δεν άντεξε άλλο να την παρακολουθεί μη κάνοντας τίποτα.
«Γεια σου, γιατί τραγουδάς τόσο θλιμμένα μικρή Νεράιδα;» την ρώτησε . Εκείνη δεν αποκρίθηκε, κοίταξε τον άγγελο με ένα βλέμμα που έλεγε: «Δεν θα καταλάβεις φύγε».

Ο Άγγελος έκατσε δίπλα της για πολύ ώρα χωρίς να της μιλά. Κοίταζαν και οι δυο μπροστά τον ορίζοντα που ανοίγονταν μπροστά τους. Η Νεράιδα αναρωτιόταν αν εκεί, τόσο μακριά μπορεί επιτέλους να βρει αυτό που ζητάει και ο άγγελος προσπαθούσε να σκεφτεί τι να της πει.

« Ξέρεις…» της είπε ο άγγελος με στόμφο, «η σιωπή ενθαρρύνει τις σκέψεις όμως δεν δίνει λύσεις».

Η Νεράιδα δεν είχε διάθεση να μιλήσει σε κάποιον που δεν ήξερε οπότε σηκώθηκε και άρχισε να περπατά.

«Περίεργο, μια Νεράιδα να περπατά και να μην πετά. Το επόμενο βήμα ποιο θα είναι ένα φίδι να περπατά και να μην σέρνεται ;» είπε ο άγγελος πολύ ειρωνικά.

«Άτοπο το επιχείρημα σου» αποκρίθηκε εκείνη, «εκτός από φτερά έχω και πόδια. Αυτό που δεν έχω είναι διάθεση να μιλήσω μαζί σου. Πρέπει να συνεχίσω το ταξίδι μου. Καλή σου τύχη.»

Ο Άγγελος την ακολούθησε ήταν αποφασισμένος να μην την αφήσει μόνη. Σε κάθε στάση της μιλούσε και προσπαθούσε να την κάνει να καταλάβει. Εκείνη όμως ήταν πολύ πληγωμένη για να δεχτεί πράγματα που δεν μπορούσε να κατανοήσει. Ήθελε ξεκάθαρες καταστάσεις πλέον και ήταν προετοιμασμένη να μην συμβιβαστεί όποιο κόστος και αν έπαιρνε με αυτή της η απόφαση.

Αποφάσισε πως ήθελε να συνεχίσει μόνη το ταξίδι της δεν είχε ανάγκη της υποδείξεις κανενός, ήθελε να ανακαλύψει η ίδια τα μυστικά της ύπαρξης της. Έτσι έδιωξε τον άγγελο λέγοντας του:

 «θέλω να φύγεις, θα συνεχίσω μόνη μου. Εμένα μου αρέσει η μοναξιά, είναι για δυνατούς. Και είναι όμορφη γι αυτούς που την αντέχουν» και συνέχισε να περπατά σε αυτούς τους δρόμους που την τρόμαζαν μα έπρεπε να ακολουθήσει για να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα της.

Έτσι και έγινε ο άγγελος ανέβηκε ξανά στον παράδεισο του φοβούμενος για το τι θα γίνει η μικρή νεράιδα. Όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Αποφάσισε αυτή και για τους δύο.

Ένα βράδυ εκείνη κοίταζε το Φεγγάρι και του ζητούσε με παράπονο να της πει τι είναι στα αλήθεια η ζωή. Γιατί δεν άντεχε άλλο να βαδίζει στο σκοτάδι αναζητώντας κάτι που δεν ήξερε πως μοιάζει. Κουράστηκε του φώναζε δυνατά και δεν άντεχε αλήθεια, δεν άντεχε άλλο. Κοίταζε τα φτερά της που δεν ήταν πλέον όμορφα και χρωματιστά. Ήταν ξεφτισμένα και τρύπια και δεν άντεχε να τα βλέπει έτσι. Της θύμιζαν τα όνειρα της. Της θύμιζαν πολλά που ήθελε να ξεχάσει.

Δεν άντεχε άλλο να υπάρχει μόνη της σε έναν κόσμο που δεν ήξερε κανείς τι σημαίνει ζωή. Ήθελε να φωνάξει να τους πει:

 «Ε, εσύ ξέρεις τι σημαίνει ζωή; Κι αν όχι γιατί δεν ρώτησες ποτέ να μάθεις;».

Δεν καταλάβαινε , όχι όσο κι αν προσπαθούσε δεν καταλάβαινε τι είχαν οι άλλοι που τους αρκούσε. Έτσι λοιπόν θυμήθηκε πως είχε έναν φίλο εκεί ψηλά και έτσι δεν ήταν πλέον υποχρεωμένη να ανεχτεί αυτήν την άγνοια του κόσμου. Έκοψε τα φτερά της και έπεσε για ύπνο…

Όταν άνοιξε τα μάτια της ξανά, ήταν σε ένα κρεβάτι. Σηκώθηκε και κοίταξε από το παράθυρο για να καταλάβει που βρίσκεται. Όλα ήταν όμορφα και γαλήνια, μα ακόμα και το πιο ωραίο δάσος που είχε δει δεν συγκρίνονταν με αυτή την ομορφιά. Σε μια γωνιά ο φύλακας άγγελος της την κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει τα συναισθήματα του. Ένιωθε ανακούφιση που πλέον εκείνη δεν θα υπέφερε ή ένιωθε απογοήτευση που δεν κατάφερε να την βοηθήσει; Τελικά της έκανε απλά μια ερώτηση.

«Νόμιζα πως σου αρέσει η μοναξιά τι κάνεις εδώ;».

 «Σου είπα πως η μοναξιά είναι για τους δυνατούς, για εκείνους που μπορούν να την αντέξουν. Δεν άντεξα άλλο» αυτά είπε η Νεράιδα και έσκυψε το κεφάλι νιώθοντας ντροπή.

«Τώρα θα είσαι καλά» της είπε ο άγγελος και τα λόγια του την γέμισαν με ηρεμία, ένιωσε την παρηγοριά που δεν ζήτησε όμως είχε τόσο ανάγκη.

«Ξέρεις είναι ειρωνικό» του είπε εκείνη με το βλέμμα κολλημένο συνέχεια έξω από το παράθυρο και έχοντας ένα μειδίαμα στα χείλη.

«Είναι ειρωνικό που ενώ έμαθα τι είναι ο θάνατος ποτέ δεν κατάλαβα ουσιαστικά τι είναι η ζωή. Κατάλαβα μόνο πως το να υπάρχεις δεν είναι αρκετό».

«Κι αν είχες μια δεύτερη ευκαιρία» της είπε ο άγγελος, «τότε τι θα έκανες; Θα αγαπούσες την ζωή;».

 « Θα αγαπούσα την ανάγκη μου για ζωή» είπε η Νεράιδα χαμογελώντας.

Το επόμενο πρωί η μέρα είχε ξημερώσει με έναν υπέροχο λαμπερό ήλιο να φωτίζει τα πάντα. Σαν να φώναζε η ζωή «ξυπνήστε, μοιράζονται ευκαιρίες».
Η Νεράιδα ξύπνησε και καμάρωσε τα υπέροχα, λαμπερά, πολύχρωμα φτερά της. Ήταν έκπληκτη μα δεν κάθισε να σκεφτεί τι συνέβη. Όλα ήταν ένα κακό όνειρο σκέφτηκε. Χαμογέλασε. Στηρίχθηκε στα χέρια της και σηκώθηκε.

 Ξεκίνησε να προχωρά, ήρθε η ώρα να ζήσει…

Πηγή: fairytales-mips.blogspot.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Paraísos Artificiais: Μια πολύχρωμη παράνοια"

«Paraísos Artificiais» ή αλλιώς «Τεχνητοί Παράδεισοι». Πρόκειται για μια βραζιλιάνικη ταινία με σκηνοθέτη τον Marcos Prado και πρωταγωνιστές τη Nathalia Dill στο ρόλο της Έρρικα και τον Luca Bianchi στο ρόλο του Νάντο.  Όλα ξεκινούν σε μια παραδεισένια παραλία στη βορειοανατολική Βραζιλία, όπου γίνεται ένα τεράστιο μουσικό ψυχεδελικό φεστιβάλ. Η ταινία παρουσιάζει ένα κομμάτι των εμπειριών που έζησε το rave κίνημα μέσα από τη trance μουσική, τα ναρκωτικά και το σεξ.  Οι ζωές των δυο πρωταγωνιστών του Nάντο και της Dj Έρρικα, χωρίς να το συνειδητοποιήσουν, ενώνονται από ένα χαοτικό παιχνίδι της μοίρας. Η συνάντησή τους αλλάζει τις ζωές τους για πάντα.  Η ταινία πραγματεύεται το σκοτεινό κόσμο της ψυχεδέλειας και των ναρκωτικών. Η Έρρικα μέσα από τη δοκιμή ενός ναρκωτικού, την «τελετή του πεγιότ», μια τελετή των Ινδιάνων για την αυτογνωσία έρχεται αντιμέτωπη με τους μεγαλύτερους φόβους της και καταφέρνει να τους αντιμετωπίσει. Όταν τους ξεπερνά καλείται να αντιμετωπίσει την πρ

Άλλο ένα ποίημα του Pablo Neruda

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.  Να γράψω, ας πούμε: «έχει μι' αστροφεγγιά απόψε και τα μενεξεδιά αστεράκια λαμπυρίζουνε στα χάη ». Της νύχτας ο άνεμος διαβαίνει στους ουρανούς και τραγουδάει. Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια. Την αγαπούσα εγώ, και κάπου κάπου μ' αγάπαγε κι εκείνη. Χιλιάδες βράδια, όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Αμέτρητα φιλιά της έδινα κάτω απ' τον άσωτο ουρανό. Μ' αγάπαγε κι εκείνη, και κάπου κάπου την αγάπαγα κι εγώ.  Πώς να μην τ' αγαπήσεις τα μεγάλα, τα ήμερα μάτια της. Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια. Θα σκέφτομαι πως δεν την έχω εγώ. Θα νιώθω ότι την έχω χάσει. Θ' ακούω την απέραντη νύχτα, την πέντε φορές απέραντη χωρίς εκείνην. Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μου όπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι. Τι έχει να κάνει που η δικιά μου αγάπη εκείνηνε δεν την αγγίζει;. . . Έχει μι' αστροφεγγιά απόψε, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου. Αυτά λοιπόν. Πέρα, μακρ

Το όνειρο (Pablo Neruda)

Περπάταγα στην αμμουδιά κι αποφάσισα να σ' αφήσω. Πατούσα μια μαύρη λάσπη που τρεμούλιαζε, κι όπως βούλιαζα και ξανάβγαινα πήρα την απόφαση να φύγεις από μέσα μου, με βάραινες σαν πέτρα κοφτερή, και σχεδίασα το χαμό σου βήμα βήμα: θα έκοβα τις ρίζες σου, θα σ' αμόλαγα στον άνεμο μόνη. Αχ εκείνο το λεπτό, καρδιά μου, ένα όνειρο με τα τρομερά φτερά του σε σκέπαζε. Ένιωθες να σε καταπίνει η λάσπη, και με φώναζες κι εγώ δεν ερχόμουν, και χανόσουν, ακίνητη, ανυπεράσπιστη μέχρι που πνίγηκες μέσα στο στόμα της άμμου. Έπειτα η απόφασή μου συνάντησε το όνειρό σου, κι από το χωρισμό που μας έσκιζε την ψυχή, αναδυθήκαμε καθαροί ξανά, γυμνοί, αγαπώντας ο ένας τον άλλον δίχως όνειρο, δίχως άμμο, ακέραιοι και ακτινοβολώντας, σημαδεμένοι από τη φωτιά.