- Εσύ νομίζεις πως εγώ θέλω να είμαι αυτό το πράγμα;
Είμαι δικό σου δημιούργημα.
- Επέλεξες να γίνεις αυτό που δημιούργησα. Δε μου έφερες καμία αντίσταση. Η αδυναμία σου σε αφήνει στα χέρια μου και εγω σαν μαριονέτα σου υποδεικνύω κινήσεις. Κινήσεις που εκτελείς χωρίς δισταγμό. Αισθήματα που ακολουθείς χωρίς να τα φιλτράρεις. Θέλω να γελάσεις και γελάς. Θέλω να κλάψεις και κλαις. Θέλω οργή και την παίρνω.
- Γιατί δε με αφήνεις να φύγω;
- Δε σε κρατάω. Απλά πρέπει μόνος σου να λυθείς. Εάν το κάνεις όλες οι πόρτες θα είναι ανοιχτές.
Είναι άνοιξη έξω. Θυμάσαι την άνοιξη;
- Είχε χρώματα. Ο ήλιος ζέσταινε το προσώπο μου και η καρδιά μου ήταν γεμάτη ευτυχία. Σχεδόν ξεχείλιζε από αυτή. Κάποιος μου κρατούσε το χέρι. Γελάγαμε και κουτρουβαλούσαμε στους λόγους.
Πως βρέθηκα εδω..;
- Σκότωσες και ήρθες σε εμένα για βοήθεια.
- Ποιον σκότωσα; Αυτόν που μου κρατούσε το χέρι; Γιατι;
- Χαχαχα... μα δεν έχεις τα κότσια να σκοτώσεις κάποιον. Ούτε καν τη μέλισσα που σε τσίμπησε.
Εσύ σκοτώνεις εσένα για να μην πληγώσεις αυτόν που σε έριξε από τον πολύχρωμο λόφο. Για αυτό είσαι εδώ.
- Πώς θα λύσω τις αλυσίδες;
- Μα δεν είσαι δεμένος...
- Τότε γιατί δεν μπορώ να κουνηθώ;
- Γιατί είσαι Δειλός και εγώ τρέφομαι από αυτό.
- Και εσύ ποιός είσαι;
- Ο Φόβος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου