Άνω Πατήσια. Ώρα δέκα παρά πέντε το πρωί. Η στάση του λεωφορείου ασφυκτικά γεμάτη από μεσήλικες και κανά- δυο νέα παιδιά. Λίγο πιο κάτω, σε κάτι σκαλάκια, κάθεται μια νέα, στρουμπουλή κοπέλα με πολύχρωμο γυαλί που πίνει το σοκολατούχο γάλα της και περιμένει το λεωφορείο. Δίπλα της μια κυρία, πολύ αδύνατη (με το ζόρι 50 κιλά), με βρώμικα ρούχα και γκρίζα μαλλιά παλεύει να βάλει σε τάξη κάποια πράγματα που έχει μέσα σε μια πλαστική σακούλα. Ακουμπισμένο στα σκαλιά έχει ένα πορτοκαλί βιβλίο. Από τη σακούλα βγάζει μια φωτογραφία, την κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα και την βάζει μέσα στο βιβλίο. Στη συνέχεια βγάζει ένα μπουκαλάκι νερό. Το ανοίγει, γεμίζει το καπάκι με νερό, το πίνει, το ξανακλείνει και το ακουμπά και αυτό στο σκαλοπάτι. Η καμπυλωτή κοπέλα συνεχίζει να πίνει το σοκολατούχο γάλα της. Η γκριζομάλλα κυρία χώνει το χέρι της βαθιά στην πολύχρωμη σακούλα της και βγάζει ένα ξυλάκι με κρέας. Τρώει μια μπουκιά και το ξαναρίχνει στη σακούλα από την οποία αυτή τη φορά