Είμαι η ασημένια κλωστή που ρίχνουν οι Θεοί από ψηλά. Η φύση με παίρνει και στολίζει τις κοιλάδες. Είμαι τα όμορφα μαργαριτάρια που έπεσαν από το στέμμα της Αστραπής. Η κόρη του πρωινού τα έκλεψε και πλούμισε τα λιβάδια. Χύνω δάκρυα και οι λόφοι χαμογελούν. Ταπεινώνομαι και τα λουλούδια σηκώνουν ψηλά το κεφάλι. Το σύννεφο και το λιβάδι είναι εραστές, κι είμαι η υπηρέτρια που τους κάνει τον διάμεσο. Κλαίω και σβήνω τη δίψα του ενός και γιαίνω την αρρώστια του άλλου. Η βροντή του κεραυνού και οι σαΐτες της αστραπής αναγγέλλουν τον ερχομό μου. Το ουράνιο τόξο είναι θριαμβευτική αψίδα στο τέλος του ταξιδιού μου. Η γήινη τούτη ζωή μου αρχινά κάτω από τα πόδια της οργισμένης ύλης και σταματά στα χέρια του γαλήνιου θανάτου. Ανεβαίνω μεσ’ από την καρδιά της λίμνης, και μ’ αιθέρια φτερά υψώνομαι. Σαν δω έναν όμορφο κήπο, κατεβαίνω και φιλώ τους ανθούς του κι αγκαλιάζω τους κλώνους του. Σιωπηλή, παίζω ταμπούρλο με τα λεπτεπίλεπτα ακροδάχτυλά μου στο τζάμι του παραθύρο